- ἐκνοσφίζομαι
- ἐκνοσφίζομαι,A take for one's own, AP15.24 (Simm.).II ἐκνοσφίσαι· ἐκβαλεῖν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκνοσφίζομαι — ἐκνοσφίζομαι (Α) σφετερίζομαι … Dictionary of Greek
ἐκνοσφίσαι — ἐκνοσφίζομαι take for one s own aor inf act ἐκνοσφίσαῑ , ἐκνοσφίζομαι take for one s own aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνοσφισάμαν — ἐκνοσφισάμᾱν , ἐκνοσφίζομαι take for one s own aor ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐκνοσφισάμᾱν , ἐκνοσφίζομαι take for one s own aor ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)